- μανδρῶν
- μάνδραenclosed spacefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MANDRAGERONTES — apud Luithprandum in Legat. Haud quaquam haec vestis fieri potest, cum penes nos obolariae mulieres et mandragerontes his utantur Graece Μανδραγέροντες, Dominico Macro stabularii sunt in aula Constantinop. Carolo Fratri eius meretrices, ex Graec … Hofmann J. Lexicon universale
Γαλλικού, δήμος — Νέος δήμος (7.279 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Γαλλικού, Καμπάνη, Μανδρών, Νέας Σάντας, Πεδινού και Χρυσοπέτρας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek